- ἐποίπνυον
- ἐποίπνῡον , ποιπνύωbustle aboutimperf ind act 3rd plἐποίπνῡον , ποιπνύωbustle aboutimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύπαιθα — Α 1. επίρρ. από κάτω και πλαγίως (α. «ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ποταμὸς... ὕπαιθα ῥέων», Ομ. Ιλ.) 2. πρόθ. κάτω από κάποιον ή παραπλεύρως («αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον [αἱ ἀμφίπολοι]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαί, ποιητ. τ. τού ὑπό +… … Dictionary of Greek